- Λεβύα
- Λεβύα [ῠ], ἡ,A = Λιβύη, Berl.Sitzb.1927.156 ([place name] Cyrene):—hence [full] Λεβῠᾱφῐγενής, ές, sprung from Libya, Ibyc.57.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λεβυαφιγενής — Λεβυαφιγενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε στη Λιβύη, ο τής Λιβύης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Λεβυάφι (< Λεβύα, άλλος τ. τού Λιβύη, + φι, κατάλ. τοπικής πτώσης) + γενής (< γένος)] … Dictionary of Greek